- ἱματιομισθωτής
- ἱμᾰτιο-μισθωτής, οῦ, ὁ,= foreg., Poll.7.78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιματιομισθωτής — ἱματιομισθωτής, ὁ (Α) ιματιομίσθης* … Dictionary of Greek
ἱματιομισθωτάς — ἱματιομισθωτά̱ς , ἱματιομισθωτής masc acc pl ἱματιομισθωτά̱ς , ἱματιομισθωτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek